paracondyloid
Look at other dictionaries:
paracondyloid — para·condyloid … English syllables
παρακονδύλιος — α, ο ανατ. 1. αυτός που βρίσκεται κοντά σε κόνδυλο οστού 2. φρ. «παρακονδύλια απόφυση» ανατ. η κάτω έξω προεξοχή τού βραχιόνιου οστού, από την οποία εκφύονται οι εκτείνοντες μύες τού πήχεως και ο αγκωνιαίος μυς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ … Dictionary of Greek